Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυμβωρυχία οι τυμβωρυχίες
      γενική της τυμβωρυχίας των τυμβωρυχιών
    αιτιατική την τυμβωρυχία τις τυμβωρυχίες
     κλητική τυμβωρυχία τυμβωρυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυμβωρυχία < (ελληνιστική κοινήτυμβωρυχία < αρχαία ελληνική τύμβος + ὀρύσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυμβωρυχία θηλυκό

  1. η σύληση, η λεηλάτηση τάφου ή μνήματος
  2. (μεταφορικά) επίκληση σε κάτι σκοτεινό ή επιλήψιμο από παρελθόν ενός νεκρού προσώπου για (πολιτικού ή άλλου είδους) εκμετάλλευση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία