τσουπωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατσουπωτός -ή -ό
- με σφιχτή σάρκα, που δεν είναι πλαδαρή
- ※ Και ο κώλος φαρδύς σαν της μάνας της, αλλά σφιχτός, τσουπωτός, έτσι όπως του αρέσανε οι κώλοι (Λένα Κιτσοπούλου, Το μάτι του ψαριού, 2015 [3])
- ※ (Π. Αραβαντινός, Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου, εκδ. Πέτρος Περρής, 1880, σελ. 134 [4])
- Νάνι του και νάνα του,
- νάρθ' η μάνα του
- απ' το δαφνοπόταμο
- κι' απ' το κρυό νερό
- και να του φέρη λούλουδα
- γιούλια και τριαντάφυλλα
- και δυό τσουπωτά βυζιά
- σαν τη ζάχαρι γλυκά
Αναφορές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσουπωτός
|