↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσουπωτός η τσουπωτή το τσουπωτό
      γενική του τσουπωτού της τσουπωτής του τσουπωτού
    αιτιατική τον τσουπωτό την τσουπωτή το τσουπωτό
     κλητική τσουπωτέ τσουπωτή τσουπωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσουπωτοί οι τσουπωτές τα τσουπωτά
      γενική των τσουπωτών των τσουπωτών των τσουπωτών
    αιτιατική τους τσουπωτούς τις τσουπωτές τα τσουπωτά
     κλητική τσουπωτοί τσουπωτές τσουπωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσουπωτός < τσούπ(α) + -ωτός [1] ή από το στουπωτός [2]

  Επίθετο

επεξεργασία

τσουπωτός -ή -ό

  • με σφιχτή σάρκα, που δεν είναι πλαδαρή
    ※  Και ο κώλος φαρδύς σαν της μάνας της, αλλά σφιχτός, τσουπωτός, έτσι όπως του αρέσανε οι κώλοι (Λένα Κιτσοπούλου, Το μάτι του ψαριού, 2015 [3])
    ※  (Π. Αραβαντινός, Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου, εκδ. Πέτρος Περρής, 1880, σελ. 134 [4])
    Νάνι του και νάνα του,
    νάρθ' η μάνα του
    απ' το δαφνοπόταμο
    κι' απ' το κρυό νερό
    και να του φέρη λούλουδα
    γιούλια και τριαντάφυλλα
    και δυό τσουπωτά βυζιά
    σαν τη ζάχαρι γλυκά


  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Λεξικό της νέας Ελληνικής [1]
  2. Λεξικογραφικό Δελτίο, τόμος 15, Ακαδημία Αθηνών, 1985, σελ, 23 [2]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία