τσούπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσούπα < (άμεσο δάνειο) αλβανική tšupa [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσούπα θηλυκό άλλη μορφή του τσούπρα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσούπα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τσούπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας