Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσούπρα οι τσούπρες
      γενική της τσούπρας
    αιτιατική την τσούπρα τις τσούπρες
     κλητική τσούπρα τσούπρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσούπρα < (άμεσο δάνειο) αλβανική çupë

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσούπρα θηλυκό

  1. το κορίτσι, η κοπέλα
  2. η νεαρή γίδα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία