τσουβαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσουβαλιά | οι | τσουβαλιές |
γενική | της | τσουβαλιάς | των | τσουβαλιών |
αιτιατική | την | τσουβαλιά | τις | τσουβαλιές |
κλητική | τσουβαλιά | τσουβαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσουβαλιά < τσουβάλ(ι) + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσουβαλιά θηλυκό
- το περιεχόμενο ενός τσουβαλιού ή η ποσότητα που χωράει σ’ ένα τσουβάλι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τσουβάλι