τσιριμόνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσιριμόνια | οι | τσιριμόνιες |
γενική | της | τσιριμόνιας | — | |
αιτιατική | την | τσιριμόνια | τις | τσιριμόνιες |
κλητική | τσιριμόνια | τσιριμόνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσιριμόνια < μεσαιωνική ελληνική τσεριμόνια < ιταλική cerimonia < λατινική caerimonia < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷermon- < *kʷer- (κάνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡si.ɾiˈmo.ɲa/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσιριμόνια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιριμόνια
|