τσιμέντινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιμέντινος < τσιμέντ(ο) + -ινος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡siˈmen.di.nos/
Επίθετο
επεξεργασίατσιμέντινος -ια -ιο
- φτιαγμένος από τσιμέντο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσιμέντινος
|