↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσαπραζολόγος οι τσαπραζολόγοι
      γενική του τσαπραζολόγου των τσαπραζολόγων
    αιτιατική τον τσαπραζολόγο τους τσαπραζολόγους
     κλητική τσαπραζολόγε τσαπραζολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσαπραζολόγος < τσαπράζ(ι) + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσαπραζολόγος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία