τσαπραζολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσαπραζολόγος < τσαπράζ(ι) + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσαπραζολόγος αρσενικό
- εργαλείο με το οποίο προκαλούμε ελαφριά κάμψη των δοντιών ενός πριονιού
- Αυτή η έκκαμψη των δοντιών λέγεται και τσαπράζι και πρέπει να γίνεται ομοιόμορφα σε όλα τα δόντια, πράγμα που το επιτυγχάνουμε με ειδικό εργαλείο, τον τσαπραζολόγο. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσαπραζολόγος
|