έκκαμψη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έκκαμψη | οι | εκκάμψεις |
γενική | της | έκκαμψης* | των | εκκάμψεων |
αιτιατική | την | έκκαμψη | τις | εκκάμψεις |
κλητική | έκκαμψη | εκκάμψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκάμψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
έκκαμψη θηλυκό
- η ελαφριά κάμψη των δοντιών ενός πριονιού προς την μία ή την άλλη πλευρά
- Αυτή η έκκαμψη των δοντιών λέγεται και τσαπράζι και πρέπει να γίνεται ομοιόμορφα σε όλα τα δόντια, πράγμα που το επιτυγχάνουμε με ειδικό εργαλείο, τον τσαπραζολόγο. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κάμπτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
έκκαμψη
|