Δείτε επίσης: τσατσά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσάτσα οι τσάτσες
      γενική της τσάτσας
    αιτιατική την τσάτσα τις τσάτσες
     κλητική τσάτσα τσάτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσάτσα < (ηχομιμητική λέξη) (νηπιακή λέξη, ίσως ατελής προσπάθεια μίμησης της λέξης θείτσα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσάτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία