Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχοεμποδιστήρας οι τροχοεμποδιστήρες
      γενική του τροχοεμποδιστήρα των τροχοεμποδιστήρων
    αιτιατική τον τροχοεμποδιστήρα τους τροχοεμποδιστήρες
     κλητική τροχοεμποδιστήρα τροχοεμποδιστήρες
Συνήθως στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τροχοεμποδιστήρες συγκρατούν τροχούς αεροπλάνου

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροχοεμποδιστήρας (νεολογισμός) < τροχ(ός) + -ο- + (εμποδίζω) εμποδισ- + -τήρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροχοεμποδιστήρας αρσενικό, συνήθως στον πληθυντικό

  • (σπάνιο, αεροπορικός όρος) συνώνυμο του τσοκ, τάκος ακινητοποίησης τροχών σταθμευμένων αεροπλάνων
    ※  Το συμβάν έλαβε χώρα κατά την στάθμευση του α/φους όταν την στιγμή της πεδήσεως για ακινητοποίηση, πτέρυγα της αριστεράς έλικος χτύπησε σε τροχοεμποδιστήρα (chock) που βρισκόταν στην πίστα σε μικρή απόσταση εμπρός από τις διαγραμμίσεις σταθμεύσεως (στο «Πόρισμα διερευνήσεως συμβάντος αεροπλάνου SX-APD 31 Μαΐου 2002, 15/2003», σ. 1 [= σ. 4 του pdf], διαθέσιμο ιστότοπος Επιτροπή Διερευνήσεως Ατυχηµάτων και Ασφάλειας Πτήσεων· πρόσβαση: 2020-09-17)
    → δείτε και τη λέξη τροχοεμποδιστήρες

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Συνήθως στον πληθυντικό: οι αναφορές είναι είτε σε ζεύγη, είτε στο σύνολο των τάκων - τροχοεμποδιστήρων

  Μεταφράσεις επεξεργασία