Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροτέζα οι τροτέζες
      γενική της τροτέζας
    αιτιατική την τροτέζα τις τροτέζες
     κλητική τροτέζα τροτέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροτέζα < (λόγιο δάνειο) γαλλική trotteus(e) + κατάληξη θηλυκού [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾoˈte.za/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροτέζα θηλυκό

Ψευδόφιλες λέξεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία