τροτέζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τροτέζα | οι | τροτέζες |
γενική | της | τροτέζας | — | |
αιτιατική | την | τροτέζα | τις | τροτέζες |
κλητική | τροτέζα | τροτέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροτέζα < (λόγιο δάνειο) γαλλική trotteus(e) + κατάληξη θηλυκού -α[1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροτέζα θηλυκό
- (επάγγελμα, οικείο) γυναίκα που εκδίδεται στον δρόμο, πόρνη, καλντεριμιτζού
Ψευδόφιλες λέξεις επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τροτέζα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τροτέζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας