τροπωτήρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροπωτήρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τροπωτήρ (αρσενικό) από την αιτιατική ενικού «τὸν τροπωτῆρα» με μεταπλασμό σε θηλυκό. → δείτε και τη λέξη τροπός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /τɾo.poˈti.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐πω‐τή‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροπωτήρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) ιμάντας ή σκοινί που συγκρατεί το κουπί στον σκαλμό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τροπωτήρα
|
Πηγές επεξεργασία
- τροπωτήρα σελ.7308 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- ὁ τροπωτήρ, ἡ τροπωτῆρα - σελ. 47 - Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi