Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροπωτήρα οι τροπωτήρες
      γενική της τροπωτήρας των τροπωτήρων
    αιτιατική την τροπωτήρα τις τροπωτήρες
     κλητική τροπωτήρα τροπωτήρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροπωτήρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τροπωτήρ (αρσενικό) από την αιτιατική ενικού «τὸν τροπωτῆρα» με μεταπλασμό σε θηλυκό. → δείτε και τη λέξη τροπός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /τɾo.poˈti.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐πω‐τή‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροπωτήρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία