↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τροπωτήρ οἱ τροπωτῆρες
      γενική τοῦ τροπωτῆρος τῶν τροπωτήρων
      δοτική τῷ τροπωτῆρ τοῖς τροπωτῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τροπωτῆρ τοὺς τροπωτῆρᾰς
     κλητική ! τροπωτήρ τροπωτῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τροπωτῆρε
γεν-δοτ τοῖν  τροπωτήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
τροπωτήρ < τροπῶ (τροπόω) + -τήρ < τροπ(ός) (ιμάντας κουπιού)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροπωτήρ, -ῆρος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
τροπωτήρ < *τροφωτήρ < θέμα τροφ- του τρέφω + -τήρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροπωτήρ, -ῆρος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία