Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριφωσφορυλικός η τριφωσφορυλική το τριφωσφορυλικό
      γενική του τριφωσφορυλικού της τριφωσφορυλικής του τριφωσφορυλικού
    αιτιατική τον τριφωσφορυλικό την τριφωσφορυλική το τριφωσφορυλικό
     κλητική τριφωσφορυλικέ τριφωσφορυλική τριφωσφορυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριφωσφορυλικοί οι τριφωσφορυλικές τα τριφωσφορυλικά
      γενική των τριφωσφορυλικών των τριφωσφορυλικών των τριφωσφορυλικών
    αιτιατική τους τριφωσφορυλικούς τις τριφωσφορυλικές τα τριφωσφορυλικά
     κλητική τριφωσφορυλικοί τριφωσφορυλικές τριφωσφορυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριφωσφορυλικός < τρι- + φωσφορυλικός

  Επίθετο επεξεργασία

τριφωσφορυλικός, -η, -ο

  1. ο σχετικός με τριφωσφορύλιο ή τριφωσφορυλίωση
  2. αυτός που φέρει στο μόριό του τρεις φωσφορυλομάδες

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία