τριφωσφορύλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριφωσφορύλιο < τρι- + φωσφορύλιο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριφωσφορύλιο ουδέτερο
- (χημεία) οποιαδήποτε ουσία στο μόριο της οποίας φέρονται τρεις φωσφορυλομάδες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριφωσφορύλιο
|