τρισπίθαμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
τρισπίθαμος, -η, -ο
- αυτός έχει μήκος τριών σπιθαμών
- (συνεκδοχικά) αυτός που έχει μήκος εννέα παλαιστών
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρισπίθαμος
|
τρισπίθαμος, -η, -ο
|