↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρισπίθαμος η τρισπίθαμη το τρισπίθαμο
      γενική του τρισπίθαμου της τρισπίθαμης του τρισπίθαμου
    αιτιατική τον τρισπίθαμο την τρισπίθαμη το τρισπίθαμο
     κλητική τρισπίθαμε τρισπίθαμη τρισπίθαμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρισπίθαμοι οι τρισπίθαμες τα τρισπίθαμα
      γενική των τρισπίθαμων των τρισπίθαμων των τρισπίθαμων
    αιτιατική τους τρισπίθαμους τις τρισπίθαμες τα τρισπίθαμα
     κλητική τρισπίθαμοι τρισπίθαμες τρισπίθαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρισπίθαμος < αρχαία ελληνική τρισπίθαμος[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

τρισπίθαμος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τρισπίθαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.