πιθαμή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιθαμή | οι | πιθαμές |
γενική | της | πιθαμής | των | πιθαμών |
αιτιατική | την | πιθαμή | τις | πιθαμές |
κλητική | πιθαμή | πιθαμές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιθαμή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιθαμή θηλυκό
- ανθρωπομετρική μονάδα μήκους, η απόσταση ανάμεσα στα άκρα των τεντωμένων δακτύλων αντίχειρα και μικρού (ίση με 18 εκατοστά περίπου).