↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τριποντάς οι τριποντάδες
      γενική του τριποντά των τριποντάδων
    αιτιατική τον τριποντά τους τριποντάδες
     κλητική τριποντά τριποντάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριποντάς < τρίποντο + -άς (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική three-pointer[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριποντάς αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τριποντάκιαςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)