μπασκετμπολίστας πριν εκτελέσει βολή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπασκετμπολίστας οι μπασκετμπολίστες
      γενική του μπασκετμπολίστα των μπασκετμπολιστών
    αιτιατική τον μπασκετμπολίστα τους μπασκετμπολίστες
     κλητική μπασκετμπολίστα μπασκετμπολίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπασκετμπολίστας < μπάσκετμπολ (basketball) + -ίστας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπασκετμπολίστας αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία