↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τριπλαδόρος οι τριπλαδόροι
      γενική του/της τριπλαδόρου των τριπλαδόρων
    αιτιατική τον/την τριπλαδόρο τους/τις τριπλαδόρους
     κλητική τριπλαδόρε τριπλαδόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριπλαδόρος < τρίπλα + -αδόρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριπλαδόρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά, αθλητισμός) που κάνει τρίπλες
  2. (μεταφορικά, σπάνιο) που ελίσσεται

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τριπλαδόροςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • τριπλαδόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)