Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριπλέρ < γαλλική dribbleur < αγγλική dribbler < dribble < drib < πρωτογερμανική *drepaną

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριπλέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • τριπλέρΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)