↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρικράνι τα τρικράνια
      γενική του τρικρανιού των τρικρανιών
    αιτιατική το τρικράνι τα τρικράνια
     κλητική τρικράνι τρικράνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρικράνι < μεσαιωνική ελληνική *τρικράνι < μεσαιωνική ελληνική *τρικράνιον < αρχαία ελληνική τρίκρανος (που έχει τρία κεφάλια, τρικέφαλος)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρικράνι ουδέτερο

  1. γεωργικό εργαλείο με τρεις μυτερές άκρες
  2. εργαλείο για ψάρεμα, καμάκι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία