↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρικινητήριος η τρικινητήρια το τρικινητήριο
      γενική του τρικινητήριου της τρικινητήριας του τρικινητήριου
    αιτιατική τον τρικινητήριο την τρικινητήρια το τρικινητήριο
     κλητική τρικινητήριε τρικινητήρια τρικινητήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρικινητήριοι οι τρικινητήριες τα τρικινητήρια
      γενική των τρικινητήριων των τρικινητήριων των τρικινητήριων
    αιτιατική τους τρικινητήριους τις τρικινητήριες τα τρικινητήρια
     κλητική τρικινητήριοι τρικινητήριες τρικινητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρικινητήριος < τρι- + κινητήρας

  Επίθετο

επεξεργασία

τρικινητήριος, -α, -ο

  • (μηχανολογία): αυτός που φέρει ή λειτουργεί με τρεις κινητήρες
    τρικινητήριο αεροσκάφος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία