Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τριβρωμιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τριβρωμιούχ
ος
η
τριβρωμιούχ
α
το
τριβρωμιούχ
ο
γενική
του
τριβρωμιούχ
ου
της
τριβρωμιούχ
ας
του
τριβρωμιούχ
ου
αιτιατική
τον
τριβρωμιούχ
ο
την
τριβρωμιούχ
α
το
τριβρωμιούχ
ο
κλητική
τριβρωμιούχ
ε
τριβρωμιούχ
α
τριβρωμιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τριβρωμιούχ
οι
οι
τριβρωμιούχ
ες
τα
τριβρωμιούχ
α
γενική
των
τριβρωμιούχ
ων
των
τριβρωμιούχ
ων
των
τριβρωμιούχ
ων
αιτιατική
τους
τριβρωμιούχ
ους
τις
τριβρωμιούχ
ες
τα
τριβρωμιούχ
α
κλητική
τριβρωμιούχ
οι
τριβρωμιούχ
ες
τριβρωμιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τριβρωμιούχος
<
τρι-
+
βρωμιούχος
Επίθετο
επεξεργασία
τριβρωμιούχος
(
χημεία
): αυτός {ένωση} που περιλαμβάνει στο μόριό του/της τρία
άτομα
βρωμίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τριβρωμιούχος