↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριβολογικός η τριβολογική το τριβολογικό
      γενική του τριβολογικού της τριβολογικής του τριβολογικού
    αιτιατική τον τριβολογικό την τριβολογική το τριβολογικό
     κλητική τριβολογικέ τριβολογική τριβολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριβολογικοί οι τριβολογικές τα τριβολογικά
      γενική των τριβολογικών των τριβολογικών των τριβολογικών
    αιτιατική τους τριβολογικούς τις τριβολογικές τα τριβολογικά
     κλητική τριβολογικοί τριβολογικές τριβολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριβολογικός < τριβολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

τριβολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία