Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τριβέας οι τριβείς
      γενική του τριβέα των τριβέων
    αιτιατική τον τριβέα τους τριβείς
     κλητική τριβέα τριβείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριβέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριβεύς < τρίβω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριβέας αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που τρίβει επιφάνειες
  2. (μηχανολογία) εξάρτημα μηχανών στο οποίο στηρίζεται και περιστρέφεται άξονας
     συνώνυμα: κοινή ονομασία: κουζινέτο
  3. (τεχνολογία) ηλεκτρικό μηχάνημα που σπάει μικρά αντικείμενα

  Μεταφράσεις επεξεργασία