Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τριβεύς οἱ τριβεῖς
      γενική τοῦ τριβέως τῶν τριβέων
      δοτική τῷ τριβεῖ τοῖς τριβεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν τριβέ τοὺς τριβέᾱς
     κλητική ! τριβεῦ τριβεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριβεῖ
γεν-δοτ τοῖν  τριβέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριβεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τρίβ(ω) + -εύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριβεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία