↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριανταπεντάρης η τριανταπεντάρα το τριανταπεντάρικο
      γενική του τριανταπεντάρη της τριανταπεντάρας του τριανταπεντάρικου
    αιτιατική τον τριανταπεντάρη την τριανταπεντάρα το τριανταπεντάρικο
     κλητική τριανταπεντάρη τριανταπεντάρα τριανταπεντάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριανταπεντάρηδες οι τριανταπεντάρες τα τριανταπεντάρικα
      γενική των τριανταπεντάρηδων των τριανταπεντάρικων
    αιτιατική τους τριανταπεντάρηδες τις τριανταπεντάρες τα τριανταπεντάρικα
     κλητική τριανταπεντάρηδες τριανταπεντάρες τριανταπεντάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριανταπεντάρης < τριανταπέντ(ε) + -άρης

  Επίθετο

επεξεργασία

τριανταπεντάρης, -α, -ικο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία