• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τριαντάδραχμο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
    • 1.3 Πηγές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριαντάδραχμο τα τριαντάδραχμα
      γενική του τριαντάδραχμου των τριαντάδραχμων
    αιτιατική το τριαντάδραχμο τα τριαντάδραχμα
     κλητική τριαντάδραχμο τριαντάδραχμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τριαντάδραχμο < τριάντα + -δραχμο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριαντάδραχμο ουδέτερο

  • (νόμισμα) επετειακό ασημένιο κέρμα του 1963 και (δεύτερο) του 1964, ονομαστικής αξίας τριάντα δραχμών
    ≈ συνώνυμα: τριαντάρικο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τριαντάδραχμο

Πηγές

επεξεργασία
  • Το ελληνικό χαρτονόμισμα από το 1828 έως σήμερα (Αθήνα: Τράπεζα Πίστεως, [1979]), σ. 198.
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τριαντάδραχμο&oldid=5521327"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 12:33

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 12:33.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας