τριαντάρικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριαντάρικο < τριαντάρ(ι) + -ικο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριαντάρικο ουδέτερο
- (νόμισμα) συνώνυμο του τριαντάδραχμο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριαντάρικο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατριαντάρικο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τριαντάρης