τριαντάρικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τριαντάρικο < τριαντάρ(ι) + -ικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
τριαντάρικο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τριαντάρης