Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τριακονταπλάσιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τριακονταπλάσι
ος
η
τριακονταπλάσι
α
το
τριακονταπλάσι
ο
γενική
του
τριακονταπλάσι
ου
της
τριακονταπλάσι
ας
του
τριακονταπλάσι
ου
αιτιατική
τον
τριακονταπλάσι
ο
την
τριακονταπλάσι
α
το
τριακονταπλάσι
ο
κλητική
τριακονταπλάσι
ε
τριακονταπλάσι
α
τριακονταπλάσι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τριακονταπλάσι
οι
οι
τριακονταπλάσι
ες
τα
τριακονταπλάσι
α
γενική
των
τριακονταπλάσι
ων
των
τριακονταπλάσι
ων
των
τριακονταπλάσι
ων
αιτιατική
τους
τριακονταπλάσι
ους
τις
τριακονταπλάσι
ες
τα
τριακονταπλάσι
α
κλητική
τριακονταπλάσι
οι
τριακονταπλάσι
ες
τριακονταπλάσι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τριακονταπλάσιος
<
τριάκοντα
+
-πλάσιος
Επίθετο
επεξεργασία
τριακονταπλάσιος, -α, -ο
τριάντα
φορές
μεγαλύτερος
Συνώνυμα
επεξεργασία
τριακονταπλούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τριακονταπλάσιος