↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τριακονταπλάσιος η τριακονταπλάσια το τριακονταπλάσιο
      γενική του τριακονταπλάσιου της τριακονταπλάσιας του τριακονταπλάσιου
    αιτιατική τον τριακονταπλάσιο την τριακονταπλάσια το τριακονταπλάσιο
     κλητική τριακονταπλάσιε τριακονταπλάσια τριακονταπλάσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τριακονταπλάσιοι οι τριακονταπλάσιες τα τριακονταπλάσια
      γενική των τριακονταπλάσιων των τριακονταπλάσιων των τριακονταπλάσιων
    αιτιατική τους τριακονταπλάσιους τις τριακονταπλάσιες τα τριακονταπλάσια
     κλητική τριακονταπλάσιοι τριακονταπλάσιες τριακονταπλάσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριακονταπλάσιος < τριάκοντα + -πλάσιος

  Επίθετο

επεξεργασία

τριακονταπλάσιος, -α, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία