Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρεχαντήρα οι τρεχαντήρες
      γενική της τρεχαντήρας των τρεχαντήρων
    αιτιατική την τρεχαντήρα τις τρεχαντήρες
     κλητική τρεχαντήρα τρεχαντήρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρεχαντήρα < τρεχαντήρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾe.xanˈdi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρε‐χα‐ντή‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρεχαντήρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία