↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τραπέζιον τὰ τραπέζι
      γενική τοῦ τραπεζίου τῶν τραπεζίων
      δοτική τῷ τραπεζί τοῖς τραπεζίοις
    αιτιατική τὸ τραπέζιον τὰ τραπέζι
     κλητική ! τραπέζιον τραπέζι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τραπεζίω
γεν-δοτ τοῖν  τραπεζίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραπέζιον < τράπεζ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ιον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷtur-ped-ih₂- (που έχει τέσσερα πόδια)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραπέζιον ουδέτερο

  1. (έπιπλο) υποκοριστικό του τράπεζα, τραπεζάκι
  2. (οικονομία) το τραπέζι πάνω στο οποίο ο αργυραμοιβός συναλλάσσεται
  3. (γεωμετρία) τραπέζιο