τραπέζιον
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | τραπέζιον | τραπεζίω | τραπέζια |
Γενική | τραπεζίου | τραπεζίοιν | τραπεζίων |
Δοτική | τραπεζίῳ | τραπεζίοιν | τραπεζίοις |
Αιτιατική | τραπέζιον | τραπεζίω | τραπέζια |
Κλητική | τραπέζιον | τραπεζίω | τραπέζια |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τραπέζιον: υποκοριστικό του τράπεζα < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷtur-ped-ih₂- (που έχει τέσσερα πόδια)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τραπέζιον ουδέτερο
- υποκοριστικό του τράπεζα, τραπεζάκι
- (οικονομία) το τραπέζι πάνω στο οποίο ο αργυραμοιβός συναλλάσσεται
- (μαθηματικά) τραπέζιο