τραπέζιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τραπέζιον | τὰ | τραπέζιᾰ |
γενική | τοῦ | τραπεζίου | τῶν | τραπεζίων |
δοτική | τῷ | τραπεζίῳ | τοῖς | τραπεζίοις |
αιτιατική | τὸ | τραπέζιον | τὰ | τραπέζιᾰ |
κλητική ὦ! | τραπέζιον | τραπέζιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τραπεζίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τραπεζίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τραπέζιον < τράπεζ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ιον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷtur-ped-ih₂- (που έχει τέσσερα πόδια)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραπέζιον ουδέτερο
- (έπιπλο) υποκοριστικό του τράπεζα, τραπεζάκι
- (οικονομία) το τραπέζι πάνω στο οποίο ο αργυραμοιβός συναλλάσσεται
- (γεωμετρία) τραπέζιο
Πηγές
επεξεργασία- τραπέζιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τραπέζιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.