↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραγοειδής η τραγοειδής το τραγοειδές
      γενική του τραγοειδούς* της τραγοειδούς του τραγοειδούς
    αιτιατική τον τραγοειδή την τραγοειδή το τραγοειδές
     κλητική τραγοειδή(ς) τραγοειδής τραγοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραγοειδείς οι τραγοειδείς τα τραγοειδή
      γενική των τραγοειδών των τραγοειδών των τραγοειδών
    αιτιατική τους τραγοειδείς τις τραγοειδείς τα τραγοειδή
     κλητική τραγοειδείς τραγοειδείς τραγοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραγοειδής < αρχαία ελληνική τραγοειδής[1] < τράγος + -ειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

τραγοειδής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τραγοειδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.