Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τρῐμετρο-
ονομαστική τὸ τρίμετρον τὰ τρίμετρ
      γενική τοῦ τριμέτρου τῶν τριμέτρων
      δοτική τῷ τριμέτρ τοῖς τριμέτροις
    αιτιατική τὸ τρίμετρον τὰ τρίμετρ
     κλητική ! τρίμετρον τρίμετρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τριμέτρω
γεν-δοτ τοῖν  τριμέτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τρίμετρον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τρίμετρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρίμετρον, -ου ουδέτερο

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
τρίμετρον: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τρίμετρον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του τρίμετρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τρίμετρος