↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίλεπτος η τρίλεπτη το τρίλεπτο
      γενική του τρίλεπτου της τρίλεπτης του τρίλεπτου
    αιτιατική τον τρίλεπτο την τρίλεπτη το τρίλεπτο
     κλητική τρίλεπτε τρίλεπτη τρίλεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίλεπτοι οι τρίλεπτες τα τρίλεπτα
      γενική των τρίλεπτων των τρίλεπτων των τρίλεπτων
    αιτιατική τους τρίλεπτους τις τρίλεπτες τα τρίλεπτα
     κλητική τρίλεπτοι τρίλεπτες τρίλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίλεπτος < τρί- + λεπτ(ό) + -ος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtɾi.le.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρί‐λε‐πτος

  Επίθετο

επεξεργασία

τρίλεπτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία