↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίγλωσσος η τρίγλωσση το τρίγλωσσο
      γενική του τρίγλωσσου της τρίγλωσσης του τρίγλωσσου
    αιτιατική τον τρίγλωσσο την τρίγλωσση το τρίγλωσσο
     κλητική τρίγλωσσε τρίγλωσση τρίγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίγλωσσοι οι τρίγλωσσες τα τρίγλωσσα
      γενική των τρίγλωσσων των τρίγλωσσων των τρίγλωσσων
    αιτιατική τους τρίγλωσσους τις τρίγλωσσες τα τρίγλωσσα
     κλητική τρίγλωσσοι τρίγλωσσες τρίγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίγλωσσος < τρι- + -γλωσσος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtɾi.ɣlo.sos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈtɾi.ɣlo.si/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈtɾi.ɣlo.so/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

τρίγλωσσος, -η, -ο

  1. που είναι γραμμένος σε τρεις γλώσσες
    τρίγλωσσες οδηγίες χρήσεως
  2. άτομο που ομιλεί τρεις γλώσσες

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία