τουρκόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τουρκόφιλος < Τουρκ(ία) + -ο- + -φιλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίατουρκόφιλος
- που είναι φίλος της Τουρκίας, που υποστηρίζει πολιτικά τις τουρκικές θέσεις ή έχει μεγάλη εκτίμηση για οτιδήποτε το τουρκικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τουρκόφιλος
|