Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τουρκομαθής η τουρκομαθής το τουρκομαθές
      γενική του τουρκομαθούς* της τουρκομαθούς του τουρκομαθούς
    αιτιατική τον τουρκομαθή την τουρκομαθή το τουρκομαθές
     κλητική τουρκομαθή(ς) τουρκομαθής τουρκομαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τουρκομαθείς οι τουρκομαθείς τα τουρκομαθή
      γενική των τουρκομαθών των τουρκομαθών των τουρκομαθών
    αιτιατική τους τουρκομαθείς τις τουρκομαθείς τα τουρκομαθή
     κλητική τουρκομαθείς τουρκομαθείς τουρκομαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουρκομαθής < τουρκο- + -μαθής (< θέμα μαθ- του ρήματος μαθαίνω)
Η λέξη μαρτυρείται από το 1845

  Επίθετο επεξεργασία

τουρκομαθής, -ής, -ές

Σημειώσεις επεξεργασία

Η λέξη απαντά και ως ουσιαστικό με την ίδια έννοια

ζητείται τουρκομαθής για θέση στο εξωτερικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία