τουρκοκρατούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουρκοκρατούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του τουρκοκρατούμαι
Μετοχή επεξεργασία
τουρκοκρατούμενος
- που τουρκοκρατείται , που την/τον έχουν στην κατοχή τους Τούρκοι
- τουρκοκρατούμενη περιοχή της Κύπρου