τουλούππα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουλούππα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τολύπη
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουλούππα θηλυκό
- (κυπριακά): τουλούπα· ειδικότερα, οι τουλούπες χιονιού, οι χιονονιφάδες
Παράγωγα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τουλούπα
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουλούππα
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- τουλούππα < κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τουλούππα αρσενικό
- γενική ενικού του τουλούππας