Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουλουπποδκιαρτίζω < τουλούππ(α) + -ο- + ζυμοδκιαρτίζω

  Ρήμα επεξεργασία

τουλουπποδκιαρτίζω

  Πηγές επεξεργασία

  • π. Κυπριακαί Σπουδαί [επιστημονική επετηρίδα της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών] 12 (1948), σ. 50.