Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τουλουπποδκιαρτίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.3
Πηγές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τουλουπποδκιαρτίζω
<
τουλούππ(α)
+
-ο-
+
ζυμοδκιαρτίζω
Ρήμα
επεξεργασία
τουλουπποδκιαρτίζω
(
κυπριακά
)
ζυμώνω
κάτι δυο ή περισσότερες φορές
Πηγές
επεξεργασία
π.
Κυπριακαί Σπουδαί
[
επιστημονική επετηρίδα της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών
] 12 (1948),
σ. 50
.