τοποθετηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τοποθετηθείς & τοποθετηθέντας |
η | τοποθετηθείσα | το | τοποθετηθέν |
γενική | του | τοποθετηθέντος & τοποθετηθέντα |
της | τοποθετηθείσας & τοποθετηθείσης* |
του | τοποθετηθέντος |
αιτιατική | τον | τοποθετηθέντα | την | τοποθετηθείσα | το | τοποθετηθέν |
κλητική | τοποθετηθείς & τοποθετηθέντα |
τοποθετηθείσα | τοποθετηθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τοποθετηθέντες | οι | τοποθετηθείσες | τα | τοποθετηθέντα |
γενική | των | τοποθετηθέντων | των | τοποθετηθεισών | των | τοποθετηθέντων |
αιτιατική | τους | τοποθετηθέντες | τις | τοποθετηθείσες | τα | τοποθετηθέντα |
κλητική | τοποθετηθέντες | τοποθετηθείσες | τοποθετηθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τοποθετηθείς < από τη μετοχή τοποθετηθείς, τοποθετηθεῖσα, τοποθετηθέν του παθητικού αορίστου ἐτοποθετήθην του ελληνιστικού ρήματος τοποθετέω/τοποθετῶ ("περιγράφω, σημειώνω μια τοποθεσία")
Μετοχή
επεξεργασία
τοποθετηθείς, τοποθετηθείσα, τοποθετηθέν
- (λόγιο) που τοποθετήθηκε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
τοποθετηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τοποθετούμαι
- θα τοποθετηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τοποθετούμαι