Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τοξόπλασμα τα τοξοπλάσματα
      γενική του τοξοπλάσματος των τοξοπλασμάτων
    αιτιατική το τοξόπλασμα τα τοξοπλάσματα
     κλητική τοξόπλασμα τοξοπλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοξόπλασμα < τόξο + πλάσμα (= το ζώο που έχει σχήμα τόξου)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τοξόπλασμα ουδέτερο

  • γένος πρωτοζώων τα οποία προκαλούν ασθένεια σε θηλαστικά και πτηνά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία