τοξοπλάσμωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοξοπλάσμωση | οι | τοξοπλασμώσεις |
γενική | της | τοξοπλάσμωσης* | των | τοξοπλασμώσεων |
αιτιατική | την | τοξοπλάσμωση | τις | τοξοπλασμώσεις |
κλητική | τοξοπλάσμωση | τοξοπλασμώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τοξοπλασμώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τοξοπλάσμωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοξοπλάσμωση θηλυκό
- ασθένεια που προκαλείται από το πρωτόζωο Toxoplasma gondii
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τοξοπλάσμωση