Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τοκοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τοκοφόρ
ος
η
τοκοφόρ
ος
&
τοκοφόρ
α
το
τοκοφόρ
ο
γενική
του
τοκοφόρ
ου
της
τοκοφόρ
ου
&
τοκοφόρ
ας
του
τοκοφόρ
ου
αιτιατική
τον
τοκοφόρ
ο
την
τοκοφόρ
ο
&
τοκοφόρ
α
το
τοκοφόρ
ο
κλητική
τοκοφόρ
ε
τοκοφόρ
ε
&
τοκοφόρ
α
τοκοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τοκοφόρ
οι
οι
τοκοφόρ
οι
&
τοκοφόρ
ες
τα
τοκοφόρ
α
γενική
των
τοκοφόρ
ων
των
τοκοφόρ
ων
των
τοκοφόρ
ων
αιτιατική
τους
τοκοφόρ
ους
τις
τοκοφόρ
ους
&
τοκοφόρ
ες
τα
τοκοφόρ
α
κλητική
τοκοφόρ
οι
τοκοφόρ
οι
&
τοκοφόρ
ες
τοκοφόρ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τοκοφόρος
<
τόκ(ος)
+
-ο-
+
-φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
τοκοφόρος, -ος/-α, -ο
που φέρει
τόκο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τοκοφόρος