↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοκοφόρος η τοκοφόρος
τοκοφόρα
το τοκοφόρο
      γενική του τοκοφόρου της τοκοφόρου
τοκοφόρας
του τοκοφόρου
    αιτιατική τον τοκοφόρο την τοκοφόρο
τοκοφόρα
το τοκοφόρο
     κλητική τοκοφόρε τοκοφόρε
τοκοφόρα
τοκοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοκοφόροι οι τοκοφόροι
τοκοφόρες
τα τοκοφόρα
      γενική των τοκοφόρων των τοκοφόρων των τοκοφόρων
    αιτιατική τους τοκοφόρους τις τοκοφόρους
τοκοφόρες
τα τοκοφόρα
     κλητική τοκοφόροι τοκοφόροι
τοκοφόρες
τοκοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοκοφόρος < τόκ(ος) + -ο- + -φόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

τοκοφόρος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία