↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η τιτανιούχος το τιτανιούχο
      γενική του/της τιτανιούχου του τιτανιούχου
    αιτιατική τον/την τιτανιούχο το τιτανιούχο
     κλητική τιτανιούχε τιτανιούχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τιτανιούχοι τα τιτανιούχα
      γενική των τιτανιούχων των τιτανιούχων
    αιτιατική τους/τις τιτανιούχους τα τιτανιούχα
     κλητική τιτανιούχοι τιτανιούχα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τιτανιούχος < τιτάνι(ο) + -ούχος

  Επίθετο

επεξεργασία

τιτανιούχος, -ος, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία