Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τηλεπαράθυρο τα τηλεπαράθυρα
      γενική του τηλεπαράθυρου
τηλεπαραθύρου
των τηλεπαράθυρων
τηλεπαραθύρων
    αιτιατική το τηλεπαράθυρο τα τηλεπαράθυρα
     κλητική τηλεπαράθυρο τηλεπαράθυρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κυρίως στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηλεπαράθυρο < τηλε- + παράθυρο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.le.paˈɾa.θi.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐πα‐ρά‐θυ‐ρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηλεπαράθυρο ουδέτερο

  • τμήμα της τηλεοπτικής οθόνης στην οποία εμφανίζονται ομιλητές κατά τη διάρκεια εκπομπών
    ※  Το κρύο του χειμώνος, το πλέον φυσιολογικό στοιχείο της εποχής, μεταβάλλεται αίφνης σε τρομακτική απειλή. "Το είπε η τηλεόραση, άρα πρέπει να λάβω τα μέτρα μου". Ας ευχηθούμε ότι όλα θα πάνε καλά και δεν θα επαναληφθεί το φαινόμενο να βγαίνουν οι γνωστοί "μαϊντανοί" στα τηλεπαράθυρα, δικαιολογώντας τα αδικαιολόγητα.
    Περί τηλε-κακοκαιρίας, Μακεδονία, 22 Ιανουαρίου 2006, @greek-language.gr
    ※  Αν οι πολιτικοί μας κολλούσαν ένσημα για κάθε ώρα που ξοδεύουν στα τηλεπαράθυρα θα έπρεπε να δικαιούνται σύνταξη στα 50, το πολύ. Δεν γνωρίζω άλλη χώρα στην οποία να συμβαίνει αυτό το πράγμα: πολιτικοί να εμφανίζονται σε παράθυρα εκπομπών μικρών και μεγάλων καναλιών από τις έξι το πρωί έως μία – δύο τα ξημερώματα.
    Αλέξης Παπαχελάς, Τηλεκαυγάδες και πολιτικοί, Η Καθημερινή, 15 Μαΐου 2013
    ※  Εντάξει, είναι άλλο πράγμα να ασκείς κριτική στην εξουσία, το οποίο οφείλουμε να κάνουμε για τα λάθη που κάνει, είναι άλλο πράγμα να καλείς την όποια κυβέρνηση να λογοδοτήσει και, άλλο πράγμα να κάνεις αντιπολίτευση για τα τηλεπαράθυρα.
    Γιώργος Μιχαηλίδης, Αντιπολίτευση για τηλεπαράθυρο, newsbomb.gr, 15 Απριλίου 2020

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία