τηγανόψωμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τηγανόψωμο < τηγάν(ι) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
τηγανόψωμο ουδέτερο
- (γαστρονομία) μικρό ψωμάκι, σε μορφή πίτας, που τρώγεται σκέτο ή με μέλι, τυρί, καρύδια, ζάχαρη, ή οτιδήποτε άλλο
Συνώνυμα επεξεργασία
- λαλαγκόψωμο (κουζίνα της Καλαμάτας)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τηγανόψωμο
|